- κορυμβώδης
- -ες (Α κορυμβώδης, -ῶδες) [κόρυμβος](για άνθος) διατεταγμένος κατά κορύμβουςνεοελλ.1. (για φυτό) αυτός που έχει κορυμβώδη άνθη2. (για δένδρα) αυτά τών οποίων οι κλάδοι έχουν διάταξη κορύμβου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορυμβῶδες — κορυμβώδης masc/fem voc sg κορυμβώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρλίνα — (Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους… … Dictionary of Greek
κορυμβοειδής — κορυμβοειδής, ές (Α) [κόρυμβος] κορυμβώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυμβος + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek